2η σκηνή –
3η σκηνή – εξόδιο άσμα (στ. 1779-1870)
2η σκηνή
Θέμα:
Η αντίδραση του Θεοκλύμενου – Η σύγκρουση του βασιλιά με τον Υπηρέτη της Θεονόης.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ – ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ:
1η ενότητα: Στ. 1779 -
1786: Η αντίδραση του Θεοκλύμενου.
2η ενότητα: Στ. 1787 - 1807: Ένας υπηρέτης
εμποδίζει το Θεοκλύμενο
3η ενότητα: Στ.
1808 - 1812: Ο Θεοκλύμενος απειλεί τον υπηρέτη
Περίληψη: Στην αρχή της σκηνής ο
Θεοκλύμενος συνειδητοποιεί το μέγεθος της δυστυχίας του ("νικήθηκε"
από μια γυναίκα, ο γάμος του δεν θα γίνει και το πλοίο που ο ίδιος έδωσε είναι
τόσο γρήγορο που δεν μπορεί να τους προλάβει). Αμέσως μετά κυριεύεται από θυμό
και σκέφτεται να τιμωρήσει τη Θεονόη. Κατευθύνεται προς την πύλη του ανακτόρου,
αλλά τον συγκρατεί ένας υπηρέτης, λέγοντας ότι ο βασιλιάς είναι "εκτός
εαυτού", επομένως δεν σκέφτεται λογικά και επιπλέον τονίζει ότι οι πράξεις
της Θεονόης πηγάζουν από τη δικαιοσύνη και την ευσέβειά της προς τους θεούς. Ο
Θεοκλύμενος ενοχλημένος απειλεί να τον σκοτώσει. Ο Υπηρέτης από τη μεριά του
θεωρεί το θάνατο αυτό μεγάλη τιμή και δόξα, καθώς θα είναι αποτέλεσμα γενναίας αντίσταση
σε μία άδικη και ανόσια πράξη.
Το ήθος των
ηρώων
Θεοκλύμενος: Αλαζόνας
από την απόλυτη εξουσία, έκπληκτος, αμήχανος, οργισμένος, προδομένος, τυφλωμένος
από το ερωτικό του πάθος, ντροπή και εκδικητική μανία, γιατί τον εξαπάτησε μια
γυναίκα, καταδικάζει με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο τη Θεονόη, δοκιμάζοντας
μάλιστα και να στηρίξει λογικά την ανόσια και εγκληματική αυτή πράξη. Οχυρώνεται
πίσω από τη βασιλική του εξουσία και προσπαθεί να περισώσει ό,τι απέμεινε από
την καταρρακωμένη αξιοπρέπεια και τον πληγωμένο εγωισμό του, κάνοντας επίδειξη
ισχύος και μονοπωλώντας το δίκαιο. Μετά την παρέμβαση των Διοσκούρων μεταστρέφεται,
όχι βέβαια επειδή πείστηκε από τα περί δικαίου επιχειρήματα, αλλά ως θεοφοβούμενος,
υποχωρεί στη δύναμη των θεών και αποκαθιστά με ειλικρινή τρόπο την τιμή και την
αξιοπρέπεια της Ελένης. (Επιχειρήματα Θεοκλύμενου: στ.1787, 1794-1796, 1802,
1804)
Υπηρέτης: γενναίος, ατρόμητος, με αρετή,
αποφασιστικότητα, σύνεση και κριτική ικανότητα, ελεύθερη σκέψη και αίσθημα ευθύνης,
αυταπάρνησης και αυτοθυσίας (πολλοί ελεύθεροι θα ζήλευαν αυτά τα χαρακτηριστικά:
Δούλος στο σώμα, αλλά ελεύθερος στην ψυχή). Υπερασπίζεται με σθένος και αυταπάρνηση
το δίκαιο και την ηθική, επιδεικνύοντας ευγένεια και ήθος, ανώτερο απ’ αυτό του
Θεοκλύμενου, ο οποίος δε διαθέτει πολύ λογική και είναι υποδουλωμένος στα πάθη
του. (Ο Θεοκλύμενος συμπεριφέρεται
σαν δούλος: σπρώχνει, φωνάζει, απειλεί, καταπατεί κάθε έννοια δικαίου και
τυφλωμένος από το πάθος του για εκδίκηση δεν ελέγχει τον εαυτό του. Θεωρεί
καθήκον του δούλου να υπακούσει στις εντολές του.). Επιχειρήματα υπηρέτη: στ.
1791, 1789, 1803, 1795, 1809-1812.
Η έννοια του δικαίου:
Ο Θεοκλύμενος δεν αντιλαμβάνεται την έννοια του δικαίου, προβάλλει το δίκαιο του ισχυρότερου. Αντίθετα
ο υπηρέτης αγωνίζεται για το δίκαιο που η Θεονόη υπερασπίστηκε. Προβάλλει το ηθικό ή νομικό δίκαιο σε αντίθεση με τη Θεονόη που υπερασπίζεται
το ηθικό δίκαιο. Η λογική
και η δικαιοσύνη είναι τα δύο όπλα του υπηρέτη. Η στάση του υπηρέτη και
η τάση για αυτοθυσία για να σώσει τη Θεονόη δείχνουν το ελεύθερο φρόνημα του. Για
τον υπηρέτη δίκαιο είναι το δίκιο του καθενός - φυσικό δίκαιο. Θεωρεί ότι
δικαιούται να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των άλλων, όχι όμως και τα δικά του
στη ζωή (στ. 1811-1812). Έτσι ο Ευριπίδης ξεπερνά τις γνωστές κοινωνικές διακρίσεις
ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους και μέσα από τα έργα του προσπαθεί να εξυψώσει
τους δούλους , αναδεικνύοντας τις αρετές και τις πνευματικές τους ικανότητες.
Για τον πολιτισμένο άνθρωπο δίκαιο
είναι ό,τι ορίζει ο νόμος και αποφασίζει ο δικαστής (νομικό δίκαιο). Κανείς δεν
δικαιούται να "πάρει το νόμο στα χέρια του" ακόμα και όταν έχει
δίκιο. Γι' αυτό και εδώ το δίκιο θα απονείμει ο "από μηχανής θεός",
δηλαδή οι Διόσκουροι (θεϊκό δίκαιο).
Η ειρωνική
μέθοδος του Ευριπίδη – η στάση του υπηρέτη / δούλου:
Στη
δουλοκτητική ανδροκρατούμενη κοινωνία της αρχαίας Αθήνας, ο προοδευτικός,
νεωτεριστής Ευριπίδης εμφανίζει ένα δούλο με ανώτερο μυαλό, αισθήματα και ήθος
απ’ ότι ο αφέντης του. Φαίνεται πως δεν θεωρούσε τη δουλεία έμφυτη, αλλά προϊόν
κοινωνικής συμβατικότητας, τύχης ή βίας. Ο Ευριπίδης βλέπει με συμπάθεια
το δούλο και υπερβαίνει τις γνωστές κοινωνικές διακρίσεις της αρχαιότητας
ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους. Το υψηλό ήθος του δούλου αντιτίθεται στην
κοινωνική πραγματικότητα. Κανονικά δεν πρέπει οι δούλοι να έχουν άποψη ούτε δικαίωμα
γνώμης. Σημασία έχει η ορθή γνώμη κάποιου
και όχι η καταγωγή ή η κοινωνική του τάξη. Κανένας δεν θα πρέπει να εμποδίζεται
να εκφράσει μία σωστή γνώμη, η οποία μάλιστα μπορεί να ωφελήσει το κοινωνικό
σύνολο (στ.1791).Εδώ όμως
βλέπουμε τον υπηρέτη να υπερασπίζεται το δίκαιο και την ηθική και να
αντιστέκεται στον κύριό του (επιρροή από τους σοφιστές). Στο θέατρο του 412π.Χ.
ασφαλώς υπάρχουν προοδευτικοί άνθρωποι που χαίρονται και απολαμβάνουν τις
τολμηρές ιδέες του Ευριπίδη (εκμετάλλευση δούλων, γυναικών κλπ.) και την
προσπάθειά του να σπάσει τα ταμπού με την ειρωνική μέθοδο: να παρουσιάζει δηλαδή
τους μη προνομιούχους (δούλους, βοσκούς, γυναίκες κλπ) με ανώτερο μυαλό,
αισθήματα και ήθος από τους αφέντες τους (ανθρωπισμός
Ευριπίδη). Οι περισσότεροι όμως θεατές θα ήταν συντηρητικοί, θα κουνούσαν
το κεφάλι με σκεπτικισμό και μελαγχολία γιατί "πάει, χάλασε ο
κόσμος".
Παράλληλο
Κείμενο 1(σχολικό βιβλίο)
Ένα σοβαρό
κοινωνικό πρόβλημα της εποχής του Ευριπίδη ήταν το πρόβλημα της δουλείας. Μέσα
στη δουλεία οι άνθρωποι όχι μόνο καταπιέζονταν και γίνονταν αντικείμενο
εκμετάλλευσης, αλλά κι έχαναν σαν άνθρωποι και την προσωπικότητά τους. Γι' αυτό
και ο Ευριπίδης όχι μόνο δεν έμεινε αδιάφορος μπροστά στο θεσμό της δουλείας,
που με τόλμη τον καταδίκασε σαν ξεπερασμένο, αλλά και πολλές φορές εκδήλωνε στα
έργα του τη συμπάθειά του για τους δούλους και συχνά το θαυμασμό του για τις αρετές
που κατόρθωσαν να διαφυλάξουν. [...] Γι' αυτό και παρουσιάζει στα έργα του
δούλους ή δούλες σαν τις πιο πιστές παραμάνες είτε σαν τίμιους και αφοσιωμένους
βοσκούς, σαν πιστούς φίλους που διακρίνονται για τις αρετές τους και τις
πνευματικές τους ικανότητες [...]. Φτάνει μάλιστα και ως τα άκρα και βάζει στα
χείλη δούλων τέτοιες αντιλήψεις και γνώμες που συνηθίσαμε να συναντάμε στους
φιλοσόφους.
Σ.
Ζορμπαλάς (Aπό το Σ. Zορμπαλάς, O ουμανισμός στο έργο του
Eυριπίδη,Παπαδήμας)
Άμιλλα λόγων: Οι στίχοι 1787-1810 θυμίζουν τους
δισσούς (=διπλούς) λόγους των σοφιστών. Εδώ ο δίκαιος λόγος του υπηρέτη
ανταγωνίζεται τον άδικο λόγο του Θεοκλύμενου. Υπερισχύει ο πρώτος, στοιχείο που
αναγκάζει το Θεοκλύμενο να διακόψει τους λόγους και να καταφύγει σε απειλές. Η στιχομυθία,
στ. 1787-1808 δίνει ένταση, αμεσότητα, παραστατικότητα και ζωηρότητα. Ένταση
προσδίδεται και με τις ρητορικές ερωτήσεις στ. 1787, 1790, 1804, 1806. Το
δίκαιο της αλήθειας έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη και υπερισχύει του δικαίου του ισχυρότερου
(κεντρική ιδέα).
3η
σκηνή στ. 1813 - 1864
Εξόδιο άσμα
στ. 1865 - 1870
1η ενότητα
στ. 1813 - 1831 Διέξοδος από το αδιέξοδο
2η ενότητα
στ 1832 -1856 Προφητεία για την Ελένη και το Μενέλαο
3η ενότητα
στ. 1857 -1864 Η αντίδραση του Θεοκλύμενου
Περίληψη: Ο
"από μηχανής θεός" γνωστοποιεί στο Θεοκλύμενο τη θέληση των θεών: η
Ελένη δεν ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του, η Θεονόη δεν τον αδίκησε, γιατί
σεβάστηκε τους νόμους και τη θέληση των θεών και τις εντολές του πατέρα της-
γι' αυτό δεν θα πρέπει να υψώσει το σπαθί του, η μοίρα και οι θεοί όρισαν ότι η
παραμονή της Ελένης στην Αίγυπτο τελείωσε. Έπειτα προφητεύουν στην Ελένη ότι θα
φτάσει στη Σπάρτη και μετά θάνατον θα λατρεύεται σαν θεά, ένα νησί θα πάρει το
όνομά της και ο Μενέλαος θα σταλεί από τους θεούς στα νησιά των Μακάρων (εκεί
κατοικούσαν οι μεγάλοι και γενναίοι ήρωες). Ο Θεοκλύμενος υπακούει και εκφράζεται
με θαυμασμό για την Ελένη.
Στο εξόδιο άσμα ο χορός βγάζει το τελικό συμπέρασμα: οι Θεοί ρυθμίζουν τη
ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων. Η θέληση και η γνώμη τους είναι ρευστή,
απρόβλεπτη και ανεξερεύνητη. Κάνουν δυνατό το αδύνατο και το αντίστροφο. Το έργο
μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στις θεϊκές αποφάσεις που λαμβάνονται ερήμην των
ανθρώπων και στη δυνατότητα του ανθρώπου να καθορίσει τη μοίρα του. Στην Ελένη υπάρχει
μια αλληλεπίδραση θεϊκής και ανθρώπινης βούλησης.
Ο
«από μηχανής θεός» – η εμφάνιση των Διοσκούρων
Σκηνική
παρουσία Εμφανίζονται
στο θεολογείο ή κατεβαίνουν από ψηλά με τη μηχανή αργά και τελετουργικά
δίνοντας υποβλητικότητα, δέος και απόκοσμο χαρακτήρα στη Σκηνή. Εμφανίζεται ο
από μηχανής θεός, οι Διόσκουροι, τα αδέλφια της Ελένης. Οι Διόσκουροι παρεμβαίνουν
για να ηρεμήσουν τον Θεοκλύμενου που στέφεται εναντίον της Θεονόης. Οι Διόσκουροι
επιφέρουν τη λύση της τραγωδίας και την κάθαρση.
Ο λειτουργικός της ρόλος
- Διευθετείται η τελευταία εκκρεμότητα, η σωτηρία της Θεονόης.
- Προβάλλεται το θεϊκό δίκαιο.
- Δικαιώνονται οι ήρωες: μελλοντική αποθέωση Ελένης, αθανασία Μενέλαου.
- Η τραγωδία συνδέεται με τη λατρευτική παράδοση: θέσπιση λατρείας Ελένης – παράθεση αιτιολογικού μύθου.
Η ανθρώπινη βούληση, οι θεοί, η μοίρα
Σύμφωνα με
τους Διόσκουρους, τη ζωή των ανθρώπων καθορίζουν οι Θεοί και η Μοίρα, άποψη με
την οποία συμφωνεί και ο Χορός στο εξόδιο άσμα. Το έργο όμως, στο σύνολό του,
κάνει φανερή μια παραλληλία και αλληλεπίδραση θεϊκής και ανθρώπινης δράσης. Η
δράση των θεών αναφέρεται μόνο σε σχέση με την προϊστορία των ηρώων και
παρουσιάζεται μόνο στο τέλος, με την εμφάνιση των Διοσκούρων, όταν οι ήρωες
έχουν πια αποδράσει χάρη στην ευβουλία τους. Η Θεονόη αποφασίζει για τη στάση
που θα κρατήσει, αγνοώντας τη θεϊκή απόφαση, ενώ στο Α΄στάσιμο ο Χορός κάνει
σαφές πως για τον πόλεμο άμεσα υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Η κάθαρση
- Ανακούφιση, λύτρωση από τα έντονα συναισθήματα που συγκλόνισαν το θεατή στη διάρκεια της παράστασης. Τα πάθη καταλαγιάζουν, η ηθική τάξη αποκαθίσταται, η ψυχική ισορροπία επανέρχεται.
- Ο έλεος και ο φόβος δρουν ως φάρμακο που απομακρύνει τα επικίνδυνα για την κοινωνική συνοχή, ακραία, αλαζονικά συναισθήματα: την έλλειψη αιδούς, την απουσία φόβου, την επιθετικότητα, που υποσυνείδητα υπάρχουν σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Επιπλέον, γνωρίζοντας ότι αυτό που βλέπει δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, προβληματίζεται πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση και αποδέχεται τον πόνο και τη δυστυχία ως αναπόσπαστο τμήμα της ζωής του θνητού.
Η Ελένη
σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό είναι τραγωδία, διότι:
- Παριστάνει μια σπουδαία ανθρώπινη πράξη με ενδιαφέροντα πρόσωπα («μίμηση πράξης εξαιρετικής»).
- Η υπόθεση είναι ολοκληρωμένη και δεν αφήνει εκκρεμότητες και απορίες («και τελείας»).
- Έχει «ευσύνοπτο μέγεθος» (δεν είναι π.χ. σαν τα σήριαλς).
- Ο λόγος δεν είναι τυχαίος, αλλά φροντισμένος έτσι ώστε να «τέρπει».
- Έχει δύο διακριτά μέρη, το επικό (διάλογοι) και το λυρικό (χορικά).
- Τα πρόσωπα δρουν και δεν απαγγέλλουν απλώς (π.χ. η Ελένη γονατίζει μπροστά στη Θεονόη).
- Ο θεατής ταυτίζεται με τους ήρωες και συμπάσχει (π.χ. λυπάται την Ελένη).
- Ο θεατής φοβάται μήπως βρεθεί στην ίδια κατάσταση, π.χ. μπορεί να βρεθεί κι ο ίδιος στο ηθικό δίλημμα της Θεονόης.
- Στο τέλος ο θεατής λυτρώνεται από την αγωνία και χαίρεται με την αίσια έκβαση που έχουν οι περιπέτειες της Ελένης και του Μενέλαου («κάθαρση»).
Θεοκλύμενος: Στην τελευταία αυτή σκηνή υπάρχει
μεταστροφή του ήθους του Θεοκλύμενου. Ο εξαγριωμένος βασιλιάς. Ο σκληρός
αφέντης που διψά για εκδίκηση μεταβάλλεται σε έναν ταπεινωμένο άνθρωπο που
υπακούει στη θέληση των θεών χωρίς καμιά αντίδραση. Αλλάζει γνώμη σχετικά με το
θάνατο της Θεονόης και αποκαθιστά την Ελένη. Έτσι συμβάλλει στην κάθαρση
και το έργο οδηγείται στη λύση του. Ο Θεοκλύμενος υποχωρεί γιατί πιστεύει ότι
έχει άδικο και σε αυτό συνέβαλε η θεϊκή επέμβαση. Ο Θεοκλύμενος δεν είχε σαφή
γνώση του δίκαιου και του άδικου. Η παρουσία του θείου στοιχείου τον βοήθησε να
το γνωρίσει.
Οι
θεατές στο τέλος της παράστασης
εκδήλωναν πολύ έντονα τα συναισθήματά τους: σφύριζαν, φώναζαν, χτυπούσαν τα
πόδια, χτυπούσαν δυνατά τα χέρια, μερικές φορές πετούσαν τα αποφάγια τους στην
ορχήστρα. Θορυβούσαν για να δείξουν την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκειά τους από
το έργο αλλά και για να επηρεάσουν τους κριτές στην απόφασή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου